- βορειοελλαδικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη βόρεια Ελλάδα: Ο βορειοελλαδικός χώρος είναι γεμάτος ορεινούς όγκους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βορειοελλαδίτικος — η, ο ο βορειοελλαδικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)